- μποσικάρω
- και μποσκάρω [μπόσικος]1. κάνω κάτι να γίνει μπόσικο, χαλαρώνω, ξετεντώνω, ξεσφίγγω2. χαλαρώνομαι, παύω να είμαι τεντωμένος ή στερεά συναρμοσμένος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μποσικάρω — μποσίκαρα και μποσικάρισα, μποσικαρισμένος 1. μτβ., χαλαρώνω, ξεσφίγγω: Μποσικάρισε τα λουριά. 2. αμτβ., χαλαρώνομαι, ηρεμώ: Μποσικάρισα στην παραλία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μποσικάρισμα — και μποσκάρισμα, το [μποσικάρω] το χαλάρωμα τεντωμένου σχοινιού ή το λασκάρισμα βίδας … Dictionary of Greek
παραλύω — ΝΜΑ, και παραλώ Ν 1. επιφέρω αδυναμία, προκαλώ εξασθένηση και χαύνωση, εξαντλώ (α. «η πείνα μέ έχει παραλύσει» β. «κἄν ἐπιμείνῃ τις, παρέλυσεν, ἐλωβήσατο», Πλάτ.) 2. (το ενεργ. και το παθ.) χάνω τη δύναμη μου, εξασθενώ (α. «ταράττεται η ψυχή μας … Dictionary of Greek
παρεώ — άω / παρεῶ, άω, ΝΜΑ αφήνω κάτι να παρέλθει, παραβλέπω παραμελώ νεοελλ. ναυτ. α) (σχετικά με άγκυρα) αφήνω να ολισθήσει στη θάλασσα, κν. καλουμάρω β) (σχετικά με σχοινιά) χαλαρώνω, λασκάρω, μποσικάρω μσν. 1. εγκαταλείπω, αφήνω 2. επιτρέπω (μσν αρχ … Dictionary of Greek